- φανιον
- φανίονφᾱνίοντό небольшой факел Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φανίον — τὸ, Α [φανός (Ι)] 1. υποκορ. τού φανός* 2. ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών αλοιφών για την περιοχή τών ματιών 3. ως κύριο όν. Φανίον ή Φάνιον όνομα εταίρας … Dictionary of Greek
φανίον — φαίνω A ren. fut part act masc voc sg (doric) φαίνω A ren. fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) φανάω pres part act masc voc sg (epic doric ionic) φανάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) φᾱνίον , φανίον eye salves neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάνιον — φανάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) φανάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοφάνια — Αρχαία θρησκευτική γιορτή που εορταζόταν στη Χίο και στους Δελφούς και ίσως σε άλλες ελληνικές πόλεις. Για τα δελφικά Θ. έχουμε μαρτυρίες του Ηρόδοτου από τις oποίες συνάγεται ότι τελούσαν τη γιορτή κατά τη γενέθλια ημέρα του Απόλλωνα, όταν o… … Dictionary of Greek
γεωφάνειον — και φάνιον, το (AM) ορυχείο με πετρώματα που παρέχουν μέταλλα … Dictionary of Greek
μυροφεγγής — μυροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει και, ταυτόχρονα, διαχέει ευωδιά («Κύπριδος μυροφεγγές φανίον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο φεγγής] … Dictionary of Greek
σαραπιακός — ή, όν, Α [Σάραπις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σάραπι 2. φρ. «φανίον σαραπιακόν» ονομασία εμπλάστρου … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
φανία — φᾱνία , φανίον eye salves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανίου — φᾱνίου , φανίον eye salves neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανίῳ — φᾱνίῳ , φανίον eye salves neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)